- μπαγλαρώνω
- μετ.1) связывать; скручивать (верёвкой, ремнём); 2) лишать свободы; сажать в тюрьму; 3) перен. бить, избивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαγλαρώνω — μπαγλαρώνω, μπαγλάρωσα, μπαγλαρωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπαγλαρώνω — 1. δένω κάποιον καλά 2. (κατ επέκτ.) συλλαμβάνω, φυλακίζω 3. μτφ. δέρνω, ξυλοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bağladim, αόρ. τού bağlamak «δένω» αντί τού μπαγλαντίζω, κατά τα γραπώνω, τσακώνω] … Dictionary of Greek
μπαγλαρώνω — μπαγλάρωσα, μπαγλαρώθηκα, μπαγλαρωμένος (λ. τουρκ.) 1. δένω, συλλαμβάνω: Μπαγλάρωσε τους κλέφτες. 2. αιχμαλωτίζω, δέρνω, ξυλοκοπώ: Τους μπαγλάρωσαν με λουριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαγλάρωμα — το [μπαγλαρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαγλαρώνω, δέσιμο, σύλληψη 2. μτφ. ξυλοκόπημα … Dictionary of Greek